- διόστεος
- δῐόστεος, ον,A double-boned, Arist.HA494a5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διόστεος — διόστεος, ον (Α) (για μέλη τού σώματος) αυτός που έχει δύο οστά … Dictionary of Greek
διόστεον — διόστεος double boned masc/fem acc sg διόστεος double boned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοστέου — διόστεος double boned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… … Dictionary of Greek